- φλεβολογία
- η, Νκλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη τών φλεβών και τών παθήσεών τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. phlebologie < φλέβα + -λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάν. Πύρλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… … Dictionary of Greek